ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Γεννήθηκα τὸ 1933 στὰ Χανιά. Ὁ πατέρας μου, ἀπὸ ἀγροτικὴ οὶκογένεια, ἔλαβε μέρος σὲ ἡλικία 16 χρόνων, ὡς ἐθελοντής, στοὺς Βαλκανικοὺς πολέμους καὶ στὴ συνέχεια ἔγινε στρατιωτικὸς φτάνοντας ὡς τὸ βαθμὸ τοῦ ταγματάρχη. Φανατικὸς βενιζελικὸς εἶχε περιπέτειες κατὰ καιροὺς λόγῳ τῆς πολιτικῆς του τοποθέτησης καὶ τὸ 1935, μετὰ τὸ ἀποτυχὸν κίνημα, ἀποτάχθηκε ἀπὸ τὸ στρατό. Στὴν κατοχὴ βγῆκε στὸ βουνὸ ὡς ἀξιωματικὸς τοῦ Ε.ΛΑ.Σ.. Ἡ μητέρα μου, ἀπὸ ἡμιαστικὴ οἰκογένεια, εἶχε συντηρητικὸ χαρακτήρα καὶ γιὰ ἰδανικό της τὴν ἤρεμη οἰκογενειακὴ καὶ κοινωνικὰ καταξιωμένη ζωή. Ἤμουν τὸ πρωτότοκο παιδὶ καὶ ὁ μόνος γιὸς ἀπὸ τὰ τρία παιδιὰ τοῦ ζεύγους.

Τὸν πόλεμο τοῦ 1940-41 καὶ τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς κατοχῆς τὸ πέρασα στὸ Βαρύπετρο Κυδωνίας, τὸ χωριὸ τοῦ πατέρα μου, ὅπου μετοικήσαμε οἰκογενειακῶς. Ἐκεῖ γνώρισα ἀπὸ κοντὰ τὸν ἀγροτικὸ κόσμο τῆς κρητικῆς ὑπαίθρου καὶ προσαρμόστηκα σὲ σημαντικὸ βαθμὸ στὶς ἀντιλήψεις, στὸ ἦθος καὶ στὶς συνήθειές του. Ἀργότερα συνειδητοποίησα πὼς εἶχα ταυτιστεῖ μαζί τους, ἀσυνείδητα, σὲ πολλά. Καθώς, μάλιστα, ἐπισκεπτόμαστε καὶ μετὰ τὸν πόλεμο ἀρκετὰ συχνὰ τὸ χωριό, ἡ ἐπίδραση συνεχιζόταν ὡς τὰ χρόνια τῶν σπουδῶν μου. Ὅταν τὸ Μάρτιο τοῦ 1945 γυρίσαμε στὰ Χανιά,  βρέθηκα σ’ ἕνα περιβάλλον σχεδὸν ξένο γιὰ μένα. Τότε ἀνακάλυψα στὴ μικρὴ βιβλιοθήκη τοῦ πατέρα μου μιὰ σειρὰ ἀπὸ λογοτεχνικὰ βιβλία, κυρίως μυθιστορήματα, κι ἀφοσιώθηκα στὸ διάβασμά τους προτιμώντας τα ἀπὸ τὴν παρέα τῶν συνομηλίκων μου.

Μετὰ τὸ τέλος τῶν γυμνασιακῶν σπουδῶν μου στὸ Α΄ Γυμνάσιο Ἀρρένων στὰ Χανιά, φοίτησα στὸ Ἱστορικὸ καὶ Ἀρχαιολογικὸ τμῆμα τῆς Φιλοσοφικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνών. Ἔγραφα ἤδη, κυρίως διηγήματα, μερικὰ ἀπὸ τὰ ὁποῖα δημοσιεύτηκαν καὶ πῆρα δυο, μικρῆς σημασίας, βραβεῖα σὲ λογοτεχνικοὺς διαγωνισμούς. Ὡς φοιτητὴς γνώρισα καὶ τὴ νεώτερη ποίηση ποὺ μὲ συγκίνησε πολὺ περισσότερο ἀπὸ ὅσο μὲ εἶχε συγκινήσει ὡς τότε ἡ παραδοσιακή. Ἄρχισα νὰ γράφω καὶ σποραδικὰ νὰ δημοσιεύω ποιήματα (τὸ πρῶτο μὲ τὸν τίτλο «Εἰκόνες» στὴ Φιλολογικὴ σελίδα τῆς Βραδυνῆς στὶς 23 Ὀκτωβρίου 1957). Δὲν εἶχα τὸ θάρρος ὅμως νὰ ἐπιδιώξω γνωριμίες καὶ ἐπαφὲς μὲ λογοτεχνικοὺς κύκλους.

Τὸ 1959-1960 ὑπηρέτησα γιὰ ἕνα χρόνο (ὡς προστάτης οἰκογένειας) στὸ  στρατὸ —τοὺς ὀκτὼ στὴ Δράμα. Μετὰ τὴν ἀπόλυσή μου ἐργάστηκα ἐπὶ δυὸ χρόνια ὡς καθηγητὴς φιλόλογος σὲ ἰδιωτικὸ γυμνάσιο τῶν Χανιῶν.

Τὸ 1962 διορίστηκα στὴ δημόσια ἐκπαίδευση καὶ ὑπηρέτησα σὲ γυμνάσια τῶν Χανιῶν ἴσαμε τὸ 1986 ὁπότε παραιτήθηκα ἀπὸ τὴν ὑπηρεσία μὲ τὸ βαθμὸ τοῦ γυμνασιάρχη. Κάθε Σεπτέμβρη, τὶς μέρες ποὺ ἄνοιγαν τὰ σχολεῖα, δοκίμαζα ἕνα ἰσχυρὸ αἴσθημα ναυτίας. Παρ’ ὅλ’ αὐτὰ ἀργοῦσα, πανομοιότυπα κάθε χρόνο, νὰ προσαρμοστῶ στὸ ξερὸ κι ἀποστεγνωμένο πρόγραμμα τῆς σχολικῆς ζωῆς. Στὶς διακοπὲς ἀνακάλυπτα εὐτυχῶς πὼς εἶχα καταφέρει, στὸ διάστημα τῶν μαθημάτων, νὰ μὴ χάσω ὁλότελα τὸν ἑαυτό μου.

Γεγονότα ποὺ ἐπέδρασαν στὴ ζωή μου: Κατ’ ἀρχὴν ὁ πόλεμος. (Θυμᾶμαι πάντα, ἀνάμεσα στ’ ἄλλα, τοὺς Γερμανοὺς νὰ μᾶς βάζουν, ὅλους τοὺς ἄμαχους, νὰ ξαπλώσομε σ’ ἕνα χαντάκι, τὴν τρίτη μέρα τῆς Μάχης τῆς Κρήτης, στὴν εἴσοδο τοῦ χωριοῦ καὶ νὰ στήνουνε πίσω μας τὰ πολυβόλα τους, σκοπεύοντας νὰ μᾶς χρησιμοποιήσουνε γιὰ ἀσπίδα τους, ἂν οἱ Νεοζηλανδοὶ ἢ οἱ δικοί μας πραγματοποιοῦσαν τὴν ἐπίθεση ποὺ περιμένανε). Ἔπειτα ὁ ξαφνικὸς θάνατος τοῦ πατέρα μου, μπροστά μου, ὅταν ἤμουνα 15 χρονῶν, καὶ ἡ συνακόλουθη ἀπομόνωσή μας ἀπὸ τὸν κόσμο, σύμφωνα μὲ τὰ κρητικὰ ἔθιμα. Ἡ προδιάθεσή μου γιὰ μόνωση ἔγινε σχεδὸν μόνιμη κατάσταση γιὰ χρόνια.

Ἀπὸ τὸ 1961 ὡς τὸ 1965 ἔγραφα τακτικὰ ἐπιφυλλίδες στὴ χανιώτικη ἐφημερίδα Κῆρυξ. Ἀργότερα οἱ συνεργασίες μου μὲ τὸν τύπο τῶν Χανιῶν (Ἐθνικὴ Φωνὴ  καὶ Χανιώτικα Νέα) ἔγιναν ἀραιότερες. Δημοσίευα κυρίως μελετήματα, ταξιδιωτικὲς ἐντυπώσεις, κριτικὲς βιβλίων ἢ ἐκθέσεων ζωγραφικῆς. Ἡ ζωγραφικὴ εἶναι μιὰ μορφὴ τέχνης ποὺ πάντα μ’ ἐνδιαφέρει. Στὰ ἐφηβικά καὶ στὰ νεανικά μου χρόνια μάλιστα ἀσχολούμουν ἀρκετὰ μὲ τὴ σκιτσογραφία.

Τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1964 ἔδωσα τὴν πρώτη μου διάλεξη στὰ Χανιὰ μὲ θέμα «Τὸ πρόσωπο τῆς Κρήτης στὸν καθρέφτη τῆς πεζογραφίας μας». Ἡ διάλεξη δημοσιεύτηκε σὲ συνέχειες στὸν Κήρυκα. Κατὰ καιροὺς ἔδωσα κι ἄλλες διαλέξεις πάντα μὲ θέματα λογοτεχνικὰ ποὺ εἶχαν σχέση μὲ τὴν Κρήτη. Στὴν πρώτη μου διάλεξη τὸ θέμα παρουσιαζόταν συνοπτικὰ καὶ μὲ ἀρκετὲς ἐλλείψεις. Σκέφτηκα κατόπιν νὰ τὸ ξαναδουλέψω γράφοντάς το πιὸ αναλυτικὰ καὶ πλουτίζοντάς το μὲ τὸ ἔργο ὅλων τῶν πεζογράφων ποὺ εἶχαν ἐμπνευστεῖ ἀπὸ τὴν ἱστορία καὶ τὴ ζωὴ τῆς Κρήτης. Ξανάγραψα τὰ κεφάλαια γιὰ τὸν Πρεβελάκη, ἐν μέρει γιὰ τὸν Καζαντζάκη, γιὰ τὸν Κονδυλάκη, τὴν Ἕλλη Ἀλεξίου καὶ τοὺς Κρητικοὺς γάμους τοῦ Σπ. Ζαμπέλιου. Τὸ κείμενο γιὰ τὸν Πρεβελάκη ἐκδόθηκε σὲ βιβλίο τὸ 1968 με τίτλο Κρήτη στὸ λογοτεχνικὸ ἔργο τοῦ Πρεβελάκη καὶ ἄλλα κομμάτια [γιὰ τοὺς ἄλλους] δημοσιεύτηκαν σὲ περιοδικὰ ἢ ἀφιερωματικοὺς τόμους. Ἡ ὁλοκλήρωση τῆς μελέτης αὐτῆς ἀποτελεῖ πάντα ἕνα στόχο μου.

Ποικίλοι δισταγμοί, μαζὶ μὲ τὴν ἔλλειψη χρημάτων δὲν μ’ ἄφησαν νὰ τυπώσω γραφτά μου σὲ βιβλίο παρὰ μόνο τὸ 1967, ποὺ ἐξέδωσα τὴν πρώτη ποιητικὴ συλλογή μου Μονόλογοι, ποιήματα γραμμένα στὸ διάστημα 1958-1967, ποὺ αἰφνιδίασαν τοὺς Χανιῶτες γιὰ τὸν ἐξομολογητικό τους τόνο, καὶ στὴ συνέχεια τύπωσα καὶ τ’  ἄλλα βιβλία μου, ὅπως ἀναφέρονται στὸ ἐργοβιογραφικό μου σημείωμα. Ἀκολούθησε τὸ 1970 ἡ δεύτερη ποιητικὴ συλλογὴ Τὸ σῶμα τῆς σιωπῆς. Μόλο ποὺ οἱ κρίσεις, προπάντων γιὰ τὰ δυο τελευταῖα βιβλία, ἦταν εὐνοϊκές, χρειάστηκαν  6 χρόνια γιὰ τὴν ἑπόμενη συλλογή, τὸ Τρίγλυφο (1976).

Τὸ 1977 μοῦ ἀπονεμήθηκε τὸ βραβεῖο Καζαντζάκη, ποὺ ἔχει θεσπίσει ὁ Δῆμος Ἡρακλείου Κρήτης, γιὰ τὸ ὡς τότε συγγραφικὸ ἔργο μου καὶ τὸ 1981 τὸ βιβλίο μου Ὁδοιπορικὸ τῶν Σφακιῶν πῆρε τὸ Κρατικὸ Βραβεῖο Ταξιδιωτικῶν Ἐντυπώσεων.

Τὸν Ἰούλιο τοῦ 1974, τὴν ἑπόμενη τῆς τουρκικῆς εἰσβολῆς στὴν Κύπρο καὶ μέσα σὲ πολεμικὴ ἀτμόσφαιρα, παντρεύτηκα τὴ φιλόλογο καθηγήτρια Ἀγγελικὴ Καραθανάση. Ἔχομε ἀποκτήσει τρία ἀγόρια.

Παρέμεινα πάντα κάτοικος τῶν Χανιῶν καὶ οἱ σχέσεις μου μὲ τοὺς λογοτέχνες τῆς ὑπόλοιπης Ἑλλάδας περιορίζονται κυρίως στὴν ἀνταλλαγὴ βιβλίων κι ἐπιστολῶν καὶ στὴ δημοσίευση κειμένων μου σὲ περιοδικά τους. Προσωπικὲς γνωριμίες ἔχω λίγες. Συχνὰ μὲ βαραίνει ἡ ἀπομόνωσή μου ἐδῶ στὴν επαρχία, ἀμφιβάλλω ὅμως ἂν θὰ μποροῦσα νὰ ζήσω καὶ νὰ γράφω στὴν Ἀθήνα.

Ἐκτὸς ἀπὸ τὴ διδασκαλία μου στὴν ἐκπαίδευση καὶ τὸ γράψιμο, ἀρκετὸ μέρος τοῦ χρόνου μου ἀπορροφοῦσε ἡ φροντίδα μου γιὰ τὴν ἀγροτικὴ περιουσία ποὺ κληρονόμησα ἀπὸ τοὺς γονεῖς μου. Κάνω ὁ ἴδιος ὁρισμένες ἐλαφρὲς δουλειὲς κι ἐπιβλέπω τοὺς ἐργάτες στὶς βαρύτερες.

Στὸν ἐλεύθερο χρόνο μου διαβάζω πάντα λογοτεχνία κι ἀκούω δίσκους κλασικῆς μουσικῆς.

 (Χειρόγραφα αὐτοβιογραφικά του κείμενα τοῦ 1978 και τοῦ 1986. Ἀρχεῖο Γιώργη Μανουσάκη

ΠΡΟΣΘΕΤΑ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ

Σὲ ὅλη του  τὴ ζωὴ συμμετεῖχε ὡς ἐνεργὸς πολίτης στὰ κοινὰ τῆς πόλης ἄλλοτε μὲ κείμενά του στὸν Τύπο (π.χ. γιὰ τὴ σωτηρία καὶ διατήρηση τῶν ἱστορικῶν μνημείων) κι ἄλλοτε  μὲ τὴ συμμετοχὴ του σὲ Διοικητικὰ Συμβούλια Συλλόγων τῆς πόλης τῶν Χανίων:  Φιλολογικὸς Σύλλογος Χανίων «Ὁ Χρυσόστομος», Ἐθνικὸ Ἵδρυμα Ἐρευνῶν καὶ Μελετῶν «Ἐλευθέριος Κ. Βενιζέλος», Δημοτικὴ Πινακοθήκη, Εταιρεία Θεάτρου Κρήτης (ΕΘΕΚ).

Εἶχε γράψει τὰ κείμενα γιὰ τὴν Ἱστορία καὶ τὸν Πολιτισμὸ τοῦ νομοῦ Χανίων γιὰ τὴν ἱστοσελίδα τῆς πρώην νομαρχιακῆς Αὐτοδιοίκησης Χανίων.

Ἦταν μέλος τῆς κριτικῆς ἐπιτροπῆς λογοτεχνικῶν διαγωνισμῶν ποὺ διοργάνωνε ὁ Σύνδεσμος Φιλολόγων νομοῦ Χανίων.

Τὸ 1993 ἐκλέχτηκε μέλος τῆς Ἑταιρείας Συγγραφέων ὕστερα ἀπὸ πρόταση τοῦ Κώστα Στεργιόπουλου.

Στὶς 9 Φεβρουαρίου τοῦ 2008 ἄφησε τὴν τελευταία πνοή του στὸ νοσοκομεῖο Χανίων ἀνάμεσα στὴν οἰκογένειά του ὕστερα ἀπὸ βαρὺ ἐγκεφαλικὸ ἐπεισόδιο. Ἀναπαύεται στὸν οἰκογενειακὸ τάφο στὸ κοιμητήριο τοῦ Ἁγίου Λουκᾶ στὴν πόλη τῶν Χανίων.

)